ΚΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΝΟΥΝ..

Η ΑΠΟΦΑΣΗ

Φαινόταν αποφασισμένη. Σκεπτική, αλλά αποφασισμένη. Θα ήθελε να τραβήξει με κιμωλία μια ευθεία γραμμή και να την ακολουθήσει ως το τέλος. Μα η ευθεία είναι μονότονη και ανιαρή. Κουράζει άλλωστε και τα μάτια. Αν δεν υπάρχει παρέκκλιση από την πορεία, σκέφτηκε, δεν υπάρχει ομορφιά. Η παράβαση των κανόνων είναι που μας δίνει την αίσθηση της ζωής. Και η Κλειώ είχε ήδη πάρει την απόφασή της. Ήθελε να ζήσει.....





ΤΟ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ

Ξημέρωσε κι αυτό το ρολόϊ χτυπάει εκνευριστικά. Έπρεπε να έχει αγοράσει ένα ξυπνητήρι με πιο απαλό ήχο. Τούτο εδώ διαλαλεί κανονικά εγερτήριο. Όμως έτσι είναι. Συντονισμένο κι αυτό με τον κόσμο. Πάνω που βρίσκεσαι στο καλύτερο όνειρο, σε ξυπνούν με ένα δυνατό σκούντηγμα. Αφήστε με να ονειρευτώ. Υπάρχει χρόνος! και σου απαντούν βαριά, κατηγορηματικά κι άσπλαχνα. Όχι δεν υπάρχει. Κάθε λεπτό σου είναι πολύτιμο και μην το χάνεις. 
Και δεν είναι τόσο ότι τα λεπτά είναι πολύτιμα. Όχι. Το κάνουν επίτηδες για να μην ονειρεύεσαι, να μη γαληνεύεις. Έτσι, για να μην φαντάζεσαι κάτι καλύτερο απ'αυτό που έχουν να σου προσφέρουν. 
Η Κλειώ ανασηκώθηκε στο κρεββάτι.
"Θα σταματήσεις λοιπόν να χτυπάς ή θα σε πετάξω από το παράθυρο; Θες να με βγάλεις από τη ζεστή αγκαλιά του ύπνου και να με παραδώσεις στα παγερά χέρια της ημέρας. Εντάξει, εντάξει σηκώνομαι. Νίκησες. Σαν τη μαμά κι εσύ.
-Σήκω είναι η ώρα για σχολείο. Πρέπει να φας πρωινό, να πλύνεις τα δόντια σου, να ντυθείς και να ρίξεις μια τελέυταία ματιά στα βιβλία.
Όλα αυτά τα πρέπει της έκοβαν πάντα μία ολόκληρη ώρα ύπνου. Ποιος ξέρει πόσα όνειρα. Τον ύπνο τον λογάριαζε σε όνειρα, όχι σε ώρες....
Λες κι αν δεν έτρωγε μια μέρα πρωινό θα έπεφτε με τα μάτια γυρισμένα προς τα πάνω και λιπόθυμη στο προαύλιο την ώρα της προσευχής. Ή αν δεν έπλενε τα δόντια της θα ερχόταν άνω κάτω ο κόσμος. 
-Ωχ βρε μητέρα! Εγώ προσπαθώ να ζήσω μόνη μου κι εσύ γίνεσαι μια φορτική συγκάτοικος........









ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ


Μα που έχω βάλει το κλειδί; σκέφτηκε. Έχει γούστο να το έχασα. Το όλο πράγμα θυμίζει μελό. "Φοιτήτρια παρολίγον διαμένουσα έναντι Μητροπόλεως, επιχειρεί να διαρρήξει το παρολίγον διαμέρισμά της για να μη μείνει άστεγη..."

Α! Νά το! αναφώνησε γεμάτη ανακούφιση. Το γλίτωσα το παγκάκι για σήμερα, σκέφτηκε. Τι σκοτάδι είναι αυτό; Δεν μπορώ, πνίγομαι. Να ανοίξω κανένα παράθυρο γιατί θα πάθω αποπληξία...
Άνοιξε το παράθυρο και αμέσως της αποκαλύφθηκε ένας μυστικός κήπος γεμάτος από όμορφες μυρωδιές: αγιόκλημα και γιασεμί. Οι λεπτές τους αποχρώσεις την έκαναν για ένα λεπτό να χαμογελάσει. Αμέσως μετά όμως....
Σιωπή. Με ποιον να μιλήσω; Με τους τοίχους; Αν και αυτό θα ήταν μια λύση γιατί εδώ και καιρό οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε τοίχους, ενώ οι τοίχοι έχουν βγάλει αυτιά. 
Επιτέλους ανάσαινε το φως και τη σιωπή σε ένα ονειρικό τοπίο όπου όλα ήταν λευκά, φωτεινά και γαλήνια...και μην παει το μυαλό σας στο κακό. Το φοιτητικό της δωμάτιο ήταν βαμμένο ολόασπρο, τόσο άσπρο που θύμιζε θάλαμο σε φρενοκομείο. 
Επιτέλους μόνη, σκέφτηκε. Επιτέλους! Μια ζωή ήταν μόνη. Τώρα θα άλλαζε;Έμαθε να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά. Έμαθε να μιλά δίχως ήχους και να αισθάνεται σιωπηλά. Μη την ακούσει κανείς και υποθέσει ότι πρόκειται για ρομαντική ψυχή...Τις ευαισθησίες της είχε μάθει καλά να τις κρύβει. Ήξερε πως αυτά σήμερα δεν περνάνε. Είσαι σκληρός; Επιβιώνεις. Εισαι ντελικάτος και μη μου άπτου; Σε πήρε η κάτω βόλτα. Αυτή όμως δεν είναι ζωή. Είναι η σιωπή προσωποποιημένη. Άηχος παράδεισος, άηχη μέχρι και η κόλαση. Σε τυλίγουν φλόγες κι εσύ χαμογελάς γλυκά και μιλάς, δήθεν, για την δροσιά που έφερε ο καιρός. Σε πνίγουν τόνοι νερό κι εσύ λες πως η ασφυξία είναι ντεμοντέ. Σε αγκαλιάζουν αγκάθια κι εσύ βγάζεις λόγο για την αξία της τρυφερότητας. Σαπίζεις λίγο λίγο, βυθίζεσαι στο τέλμα κι εσύ εκεί. Βράχος! Λες: "Πιο ζωντανός δεν έχω ξανανοιώσει..."
Που είναι η θεία Δίκη; μονολόγησε. Εκείνη η αρχαία τίσις δεν υπάρχει πια; Να ανοίξει ένα στόμα πελώριο και να καταπιεί όλα εκείνα που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, που μας φαρμακώνουν...Α.Ρ.                                                          







ΤΟ ΠΤΥΧΙΟ


Κατέβηκε από το λεωφορείο. Έβρεχε δυνατά. Καταρράκτες. Μόνη της μέσα στο πλήθος, μόνη της στο σταθμό, μόνη στο σπίτι. Οι βαλίτσες ήταν τώρα πιο βαριές. Σα να είχαν αδειάσει και αντί για ρούχα, είχε να κουβαλήσει απ'το σπίτι της όλη την μοναξιά που φωλιάζει στο ένα τρίτο της γης. Ασήκωτες αυτές οι βαλίτσες. Τριάντα κιλά μοναξιάς και εισοσιπέντε τόνους θλίψης. Τα δάκρυα λιγοστά μα ο εγωισμός πλούσιος. Έκανε να σηκώσει τα πράγματα και την πήρε το παράπονο. Δεν ήταν νοσταλγία για όσα άφησε φεύγοντας. Όχι. Ούτε φόβος για όσα θα έβρισκε εδώ. Ήταν πιο πολύ το κενό μέσα της που καταλάμβανε σιγά σιγά όλο και περισσότερο χώρο στην ψυχή της. Είχε πετύχει εκείνο για το οποίο αγωνιζόταν μια ζωή. από μικρό παιδί. 
-Το παιδί θα σπουδάσει. Θα πάρει μια θέση στην κοινωνία. Να έχει ένα όπλο στα χέρια του για να μην έχει ανάγκη κανένα. Αστείρευτη μάνα. Πάντα έβρισκε δικαιολογίες για το ο,τιδήποτε. Για ό,τι κι αν έκανε η Κλειώ έπρεπε να υπάρχει πάντα ένα "διότι". Γι'αυτό και στην δικαιολόγηση των δευτερευουσών προτάσεων έγραψε Άριστα. Παιδικό βίωμα βλέπεις.
Έτσι τώρα έμεινε χωρίς προορισμό. Τελικά ήταν μοιραίο. Θα ήταν ευτυχισμένη μόνο όταν θα έπρεπε να αγωνίζεται για κάτι....Α.Ρ.








ΤΟ ΔΕΞΙ ΧΕΡΙ


Καθώς ξάπλωνε στην ζεστή άμμο, λες και μετουσιώθηκε ο πόνος 
σε ανείπωτη χαρά. Ποια αόρατη δύναμη ήταν εκείνη που τη έκανε 
να χαμογελάσει, ενώ πριν της είχε γεμίσει συσπάσεις  το πρόσωπο ένας απρόσμενος και δυνατός πόνος στο δεξί της χέρι;  Βέβαια αυτό που την πλήγωνε περισσότερο δεν ήταν η παροδική αυτή αναπηρία, αλλά η αδυναμία της να παίζει πιάνο με τις ώρες και να χάνεται στον ρεμβασμό της μουσικής της.
Όμως κοντά στη θάλασσα κάθε πόνος περνούσε. Εκείνο το γαλάζιο νερό ήταν η δική της κολυμπήθρα του Σιλοάμ. Εκεί έβρισκε γαλήνη και η ψυχή και το κορμί της. Η ζεστή αγκαλιά της άμμου και το θερμό βλέμμα του ήλιου που λάτρευε, της γέμιζαν την καρδιά και το μυαλό με γαλήνη. Η θάλασσα της ταίριαζε και την αποδεχόταν έτσι όπως ήταν. Ιδιαίτερη, θλιμμένη, αφηρημένη και μοναχική. Δεν της ζητούσε τον λόγο, δεν χρειαζόταν δικαιολογίες για τις ξαφνικές κακοκεφιές της. Πόσο ανάγκη είχε να μείνει εκεί, στο σημείο αυτό ξαπλωμένη, πλάι στη θάλασσα, αιώνια. Να την βρουν μετά από αιώνες και να κοιτάζει το απέραντο γαλάζιο, Εκεί που σμίγουν οι δύο δυνάμεις  στον ορίζοντα και σχηματίζουν μια νοερή διάφανη γραμμή, που πάντα φανταζόταν να την διανύει πατώντας στις μύτες των ποδιών της...
Έτσι ήταν ολόκληρη η ζωή της. Ένα επικίνδυνο ακροβατικό νούμερο που επιδέξια εκτελούσε εδώ και τριανταπέντε χρόνια. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Ολομόναχη να παίρνει τα ρίσκα, ολομόναχη να περνά τις δοκιμασίες και στις αδέξιες πτώσεις της ολομόναχη να σηκώνεται. 
Ποτέ δεν παραπονέθηκε, παρά μόνο για τούτον τον πόνο στο δεξί της χέρι που την ταλαιπωρούσε..........Α.Ρ.