Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

O ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Έχουν γίνει πολλές μελέτες και έρευνες για την ζωή και το έργο του ποιητή της θάλασσας και των ναυτικών. Δεν φιλοδοξώ να κάνω μία ακόμη, θα ήταν ανώφελο. Θα προσπαθήσω μόνο να φωτίσω μερικές άγνωστες στον πολύ κόσμο πτυχές της προσωπικότητάς του και της ζωής του, βασισμένη πάντα σε αρχειακό υλικό της οικογενείας του.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Ν. ΚΑΒΑΔΙΑ - ΜΗΤΕΡΑ  
ΑΔΕΡΦΙΑ & ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΦΙΛΟΙ

Κόλιας για τους φίλους του, και Μαυρής για την οικογένειά του, γεννήθηκε στην Μαντζουρία της  πριν από εκατό χρόνια σε μια πλούσια οικογένεια. Από το 1914 βρέθηκε στην Ελλάδα. Εγκατεστημένοι οικογενειακώς στο Πασαλιμάνι, ξεκίνησε με τον πατέρα του τα πρώτα του ταξίδια. Μέχρι το 1929 εγκαταλείπει τα "χοντρά λογιστικά βιβλία" του γραφείου του πατέρα του που ήταν τροφοδότης πλοίων και μπαρκάρει ναύτης με το Άγιος Νικολαος. Το 1933 η οικογένεια μετακομίζει στην Κυψέλη και από τότε κάνει και την είσοδό του στην πνευματική ζωή της πρωτεύουσας. 

 Ο Καββαδίας με συναδέλφους του σε διάφορα μπάρκα...

Με τις ναυτικές του ιστορίες και περιπέτειες έγινε πολύ γρήγορα περιζήτητος στις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές συντροφιές.

Με συντροφιά ο τρίτος από δεξιά
Στην πάνω φωτογραφία ο τρίτος από αριστερά, μικρόσωμος και με μουστάκι δίπλα στον Χόρν και στον Διονύση Παπαγιαννόπουλο που βλέπουμε καθιστό.

Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι ο Νίκος Καββαδίας δεν ασχολήθηκε με την πολιτική κι ότι σε όλες τις δύσκολες στιγμές της Ελλάδας, εκείνος ταξίδευε και έγραφε μόνο για την θάλασσα. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Από πολύ νωρίς εντάχθηκε στο ΕΑΜ των ναυτικών και αμέσω μετά στο ΕΑΜ των λογοτεχνών. Μερικά ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της εποχής έχουν αυτό το θέμα. Το θέμα της αντίστασης. Όμως ποτέ δεν κυκλοφόρησαν σε ποιητική συλλογή κι ο ίδιος τα ονόμαζε Ανένταχτα. 
                         Ἀθήνα 1943

Οἱ δρόμοι κόκκινες γιομάτοι ἐπιγραφὲς
τρανὰ τὴν ὥρα διαλαλοῦν τὴν ὁρισμένη.
Ἀγέρας πνέει βορεινὸς ἀπ᾿ τὶς κορφὲς
κι ἀργοσαλεύουνε στὰ πάρκα οἱ κρεμασμένοι.

Μὲς στὴν Ἀθήνα ὅλα τὰ πρόσωπα βουβὰ
καὶ περπατᾶν ἀργὰ στοὺς δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ὡς τὶς ἑφτὰ ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ «Σιστὰς Μοσκβὰ»
καὶ στὶς ὀχτὼ (βαλ᾿ τὸ σιγὰ) «Ἐδῶ Λονδίνο».

Φύσα ταχιὰ σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραῖγο μου κατρακύλα ἀπ᾿ τὴν Κριμαία.
Κατὰ τετράδας πᾶν στὸ δρόμο οἱ γερμανοὶ
κάτου ἀπὸ μαύρη, κακορίζικη σημαία.

Μήνα τὸ μήνα καὶ πληθαίνουν οἱ πιστοί,
ὥρα τὴν ὥρα καὶ φουντώνει τὸ μελίσι
ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲς στοὺς δρόμους θ᾿ ἀκουστεῖ
ἡ μουσικὴ ποὺ κάθε στόμα θὰ λαλήσει.

* Δημοσιεύτηκε στὸ παράνομο περιοδικὸ «Πρωτοπόροι»,
τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1943 μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἀ. Ταπεινός.




Στην τιμονιέρα του πλοίου Κυρήνεια το 1951 (επάνω) 
Με τη νοσοκόμα του πλοίου στο ταξίδι για Αυστραλία
Αποχαιρετισμός στο Aquarium το 1974
Ο χαρακτήρας του Μαραμπού ήταν ανοιχτός, συγκρατημένα απαισιόδοξος, ανεξάρτητος και με μεγάλη φαντασία. 
Με συντροφιά την Θεανώ Σουνά και με συντροφιά φίλων στο Πασαλιμάνι 


Στην γυναίκα αυτήν έστειλε φλογερές ερωτικές επιστολές και μάλιστα αφιέρωσε ονομαστικά το ποίημα Φάτα Μοργκάνα που περιλαμβάνεται στην συλλογή Τραβέρσο που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. 
Στη Θεανώ Σουνά

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στην Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

                       *

       Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
       Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
       Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
       Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο 
όνομα. Εύα από την Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
και η τέταρτη είν' ένα αγόρι μ' ένα μάτι.

Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.

Νά 'χαμε το λίχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' την Καντώνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ΄ όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
και φυλλομετρά τον καζαμία.

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο.

Από τη συλλογή Τραβέρσο (1975)


Στο ίδιο μοτίβο γεμάτη ερωτισμό, κινείται και η επιστολή του στην γυναίκα αυτή.
Νίκος Καββαδίας - Ερωτικό γράμμα
Οπτικοποίηση Άννα Ρεντζεπέρη

Η αγάπη του Καββαδία για την θάλασσα τον έκανε να φοβάται τον θάνατο στη στεριά. 

«Τρέμω με την ιδέα του νοσοκομείου. Τουλάχιστον να περίμενε κάποιο σκυλόψαρο». Κι όμως, σε νοσοκομείο θα καταλήξει το 1975.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου